λαπαδνός
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
λαπαδνόν, metri gr.for ἀλαπαδνός, restored by Musgrave in A. Eu.562.
German (Pape)
[Seite 16] v.l. für λέπαδνον, Aesch. Eum. 532, wird = ἀλαπαδνός erkl.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
faible, mou.
Étymologie: cf. ἀλαπαδνός.
Russian (Dvoretsky)
λᾰπαδνός: Aesch. v.l. = ἀλαπαδνός.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰπαδνός: -όν, χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ ἀλαπαδνός, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
λαπαδνός, -όν (Α)
αλαπαδνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαπάσσω + κατάλ. -δνός (βλ. αλαπαδνός)].
Greek Monotonic
λᾰπαδνός: -όν, ποιητ. αντί ἀλαπαδνός.
Middle Liddell
λᾰπαδνός, όν [poetic for ἀλαπαδνός.]