λειοντοπάλης
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
[ᾰ], ου, Dor. λειοντοπάλας, α, ὁ, wrestler with a lion, AP9.237 (Eryc.).
German (Pape)
[Seite 24] ὁ, p. statt λεοντοπάλης, ὁ, der Löwenringer, Herakles, Eryc. 4 (IX, 237).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui lutte contre un lion.
Étymologie: λείων, πάλη.
Greek Monolingual
λειοντοπάλης, -ου, δωρ. τ. λειοντοπάλας, ὁ (Α)
αυτός που παλεύει με λιοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέων, -οντος + -πάλης (< πάλη), πρβλ. μονοπάλης, οπλιτοπάλης. Το -ει- του τ. λέων οφείλεται σε μετρική έκταση (πρβλ. δοτ. πληθ. λείουσι)].
Greek Monotonic
λειοντοπάλης: [ᾰ], -ου, ὁ (πάλη), ποιητ. αντί λεοντοπάλης, αυτός που μάχεται με λιοντάρι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λειοντοπάλης: ου (ᾰ) adj. m сражающийся со львом Anth.
Middle Liddell
λειοντο-πᾰ́λης, ου, ὁ, πάλη [poetic for λεοντ-,]
a wrestler with a lion, Anth.