ληθήμων
From LSJ
Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn
English (LSJ)
ληθήμον, only dat.pl. ληθήμοσι (ληθημόνοισι cod.)· ληθάργοις, Id.
German (Pape)
[Seite 38] ον, = λήθαργος, Hesych., zw.
Greek (Liddell-Scott)
ληθήμων: -ον, παρ’ Ἡσυχ. «ληθήμοσι (Ἀντίγρ. ληθημόνοισι)· ληθάργοις».
Greek Monolingual
ληθήμων, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ληθήμοσι
ληθάργοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λήθη + κατάλ. -ήμων (πρβλ. αιδήμων, ελεήμων)].