λιθίζω
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
English (LSJ)
look like a stone: λιθίζων, name of a kind of carbuncle, v.l. in Callistr. ap.Plin.HN37.94 (sed leg. λιγνύζων).
German (Pape)
[Seite 44] wie ein Stein aussehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθίζω: φαίνομαι ὡς λίθος, λιθίζων ὄνομα εἶδους Ἰνδικοῦ ἄνθρακος (δηλ. τοῦ λίθου) ἀμυδρῶς λάμποντος καὶ χρώματος φαιοῦ, Καλλίστρ. παρὰ Πλιν. 37. 25.
Greek Monolingual
λιθίζω (Α) λίθος
1. μοιάζω με λίθο κατά την όψη
2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ λιθίζων
ονομασία ενός είδους ινδικού άνθρακα που έχει χρώμα φαιό και λάμπει αμυδρά.