λυχνοφόρος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
λυχνοφόρον, carrying a lamp, Posidon. 36 J., Plu.Pomp.52, J.Ap.2.9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte une lampe ou une lanterne.
Étymologie: λύχνος, φέρω.
German (Pape)
die Leuchte, Laterne vortragend, Plut. Pomp. 52 und A.
Russian (Dvoretsky)
λυχνοφόρος: несущий светильник Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λυχνοφόρος: -ον, ὁ φέρων λύχνον, Πλουτ. Πομπ. 51, Ἀθήν. 214D.
Greek Monolingual
λυχνοφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει, που κρατά λύχνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -φόρος (< φέρω)].
Greek Monotonic
λυχνοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που κρατάει λυχνάρι, σε Πλούτ.