λύγδην

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύγδην Medium diacritics: λύγδην Low diacritics: λύγδην Capitals: ΛΥΓΔΗΝ
Transliteration A: lýgdēn Transliteration B: lygdēn Transliteration C: lygdin Beta Code: lu/gdhn

English (LSJ)

Adv., (λύζω) with sobs, κλάειν S.OC1621, cf. AP15.28.

German (Pape)

[Seite 67] schluchzend, λύγδην ἔκλαον ἅπαντες, Soph. O. C. 1617.

French (Bailly abrégé)

adv.
en sanglotant.
Étymologie: λύζω, -δην.

Russian (Dvoretsky)

λύγδην: adv. всхлипывая, с громким рыданием (λ. ἔκλαον ἅπαντες Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

λύγδην: ἐπίρρ. (λύζω) μετὰ λυγμῶν, Λατ. singultim, κλάειν Σοφ. Ο. Κ. 1621, Ἀνθ. Π. 15. 28.

Greek Monolingual

λύγδην (Α)
(ποιητ. επίρρ.) με λυγμούς, με αναφιλητά, με αναστεναγμούς («τοιαῦτ' ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι λύγδην ἔκλαον πάντες», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. θ. λυγ- (πρβλ. λύζω, λυγμός) + επιρρμ. κατάλ. -δην (προβλ. κρύβδην, φύρδην)].

Greek Monotonic

λύγδην: επίρρ. (λύζω), με λυγμούς, σε Σοφ., Ανθ.

Middle Liddell

λύζω
with sobs, Soph., Anth.