λύκειο

From LSJ

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

το (Α λύκειον)
νεοελλ.
1. (παλαιότερα) ιδιωτικό εκπαιδευτήριο μέσης εκπαίδευσης, καθώς και σχολή μέσης εκπαίδευσης για μαθητές που θα ακολουθούσαν θετικές επιστήμες
2. (σήμερα) η ανώτερη από τις δύο βαθμίδες στις οποίες υποδιαιρείται η δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας
3. ονομασία διαφόρων ειδών εκπαιδευτηρίων μέσης εκπαίδευσης στη δυτική Ευρώπη κατά την Αναγέννηση, τους νεώτερους χρόνους και σήμερα
αρχ.
1. ιερός χώρος κοντά στην αρχαία Αθήνα αφιερωμένος στη λατρεία του Λυκείου Απόλλωνος, για τον οποίο είχε ιδρυθεί εκεί και φερώνυμος ναός
2. περίφημο γυμνάσιο, δηλαδή γυμναστήριο ή δημόσια παλαίστρα, στην αρχαία Αθήνα, κοντά στον ναό του Λυκείου Απόλλωνος, με στεγασμένους περιπάτους, όπου σύχναζε ο Σωκράτης και δίδαξε αργότερα ο Αριστοτέλης («τὰς ἐν Λυκείῳ λιπὼν διατριβὰς ἐνθάδε νῦν διατρίβεις», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. λύκειον είναι ουσιαστικοποιημένο επίθ. του «λύκειον γυμνάσιον» από το επίθ. Λύκειος (Απόλλων)].