ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
Full diacritics: μίσερως | Medium diacritics: μίσερως | Low diacritics: μίσερως | Capitals: ΜΙΣΕΡΩΣ |
Transliteration A: míserōs | Transliteration B: miserōs | Transliteration C: miseros | Beta Code: mi/serws |
-ωτος, hating love, Hdn. Epim. 206.
μίσερως, ὁ (Α)
αυτός που αισθάνεται μίσος, αποστροφή για τον έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ἔρως (< ἔραμαι), πρβλ. φίλερως].