φίλερως
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
English (LSJ)
[ῐ], ωτος, ὁ, ἡ, prone to love, amorous, AP5.170 (Mel.), 196(Id.), Luc.Am.12, Cat.Cod.Astr.2.170.
German (Pape)
[Seite 1276] ωτος, gern liebend, der Liebe ergeben, Mel. 64. 99 (V, 191. 171) u. öfter; Luc. amor. 12.
French (Bailly abrégé)
ωτος (ὁ, ἡ)
enclin à l'amour.
Étymologie: φίλος, ἔρως.
Russian (Dvoretsky)
φίλερως: ωτος adj. влюбчивый, любвеобильный Luc., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φίλερως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ φιλῶν τὸν ἔρωτα, ἔκδοτος εἰς τὰ ἐρωτικά, ἐρωτικός, Ἀνθ. Παλατ. 5. 171, 197, Λουκ. Ἔρωτ. 12.
Greek Monolingual
-έρωτος, ὁ, ἡ, Α
φιλέραστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἔρως (πρβλ. πολύερως)].