μαδιστήριον
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
τό,
A instrument for removing hair, Glossaria on εὕστρα, Sch.Ar.Eq.1233.
II place where depilation is carried on, Michel 1199 (Arconnesos).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰδιστήριον: τό, ἐργαλεῖον πρὸς μάδησιν τριχῶν χρησιμεῦον, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ εὕστρα ἐν Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1233.
Greek Monolingual
μαδιστήριον, τὸ (Α) μαδίζω
1. εργαλείο για μάδημα τών τριχών, τριχολαβίδα
2. τόπος όπου γίνεται μάδημα τών τριχών.
German (Pape)
τό, ein Werkzeug, das Haar auszuraufen, wegzunehmen, Haarzange, beim Schol. Ar. Eq. 1232 Erkl. von εὖστρα.