μαρμαρώνω
From LSJ
Greek Monolingual
(AM μαρμαρῶ, -όω, Μ και μαρμαρώνω μάρμαρος
1. καλύπτω ή επενδύω ή επιστρώνω ή περιβάλλω κάτι με μάρμαρο («μαρμάρωσα το λουτρό»)
2. μεταβάλλω κάτι σε μάρμαρο, απολιθώνω, πετρώνω («η μάγισσα μαρμάρωσε το βασιλόπουλο»)
νεοελλ.
1. μτφ. μένω άναυδος και ακίνητος από φόβο ή κατάπληξη, αποσβολώνομαι, κοκαλώνω («μαρμάρωσα από τον φόβο μου μόλις τον είδα ξαφνικά»)
2. φρ. «μαρμαρωμένος βασιλιάς» — ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο οποίος, κατά τη λαϊκή παράδοση, έχει μεταβληθεί σε μαρμάρινο άγαλμα και περιμένει την απελευθέρωση της Πόλης από τους Έλληνες, για να ξαναζωντανέψει.