μεγαρίζω

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγαρίζω Medium diacritics: μεγαρίζω Low diacritics: μεγαρίζω Capitals: ΜΕΓΑΡΙΖΩ
Transliteration A: megarízō Transliteration B: megarizō Transliteration C: megarizo Beta Code: megari/zw

English (LSJ)

side with the Megarians or speak their dialect, κλάων Μεγαριεῖς Ar. Ach. 822, cf. Sch. ad loc. follow the Megarian philosopher Stilpo, DL. 2.113.

German (Pape)

[Seite 108] 1) es mit den Megarern halten, wie ein Einwohner von Megara handeln, κλάων μεγαριεῖς, Ar. Ach. 787, steht komisch für λιμώξεις, mit Beziehung auf die Hafensperre durch Perikles, vgl. Schol. – 2) Wohnungen bauen, bes. an dem Thesmophorienfest, um Schweine hineinzulassen, Clem. Al. protr. 14. Vgl. μέγαρον.

French (Bailly abrégé)

1 faire comme les Mégariens;
2 suivre la doctrine du philosophe mégarien Stilpon.
Étymologie: Μέγαρα.
2visiter les μέγαρα de Déméter aux Thesmophories.
Étymologie: μέγαρον.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰρίζω:
1 поступать как мегарцы или заодно с мегарцами Arph.;
2 разделять философское учение мегарской школы Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰρίζω: φρονῶ τὰ τῶν Μεγαρέων ἢ λαλῶ τὴν Μεγαρικὴν διάλεκτον, κλάων μεγαριεῖς Ἀριστοφ. Ἀχ. 822, ἔνθα ἴδε Σχολ. 2) εἶμαι ὀπαδὸς τοῦ Μεγαρέως φιλοσόφου Στίλπωνος Διογ. Λ. 2. 113. ΙΙ. ἐπισκέπτομαι τὰ μέγαρα τῆς Δήμητρος ἐν τοῖς Θεσμοφορίοις, Κλήμ. Ἀλ. 14· πρβλ. μέγαρον ΙΙΙ. 2. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεγαρίζοντες· λιμώττοντες».

Greek Monolingual

μεγαρίζω (Α) Μέγαρα
1. συμπεριφέρομαι ή σκέπτομαι όπως οι Μεγαρίτες, μιμούμαι τους Μεγαρίτες
2. μιλώ τη μεγαρική διάλεκτο
3. είμαι οπαδός του Μεγαρικού φιλοσόφου Στίλπωνος
4. επισκέπτομαι τα μέγαρα, δηλ. τα υπόγεια ιερά σπήλαια της Δήμητρος και της Περσεφόνης, στα οποία ορισμένη μέρα τών εορτών τών Θεσμοφορίων κατέβαζαν νεογέννητα χοιρίδια
5. (κατά τον Ησύχ.) «μεγαρίζοντες
λιμώττοντες».