μεληδών
From LSJ
οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home
English (LSJ)
-όνος, ἡ, = μελεδώνη 1 (care, concern, worry, song), Simon.39.1 (pl.), A.R.3.812 (pl.), Anacreont.14.6, AP5.292.3 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 122] όνος, ἡ, = μελεδών, nach Hesych. sowohl Sorge als Leid; in erster Bdtg ἄπρακτοι μεληδόνες, Simonds. bei Plut. consol. ad Apoll. p. 330 (Iac. Anth. frg. 13), u. sp. D., θεσμοπόλοιο μεληδόνος ἔργου, Paul. Sil. 42 (V, 293); Christodor. ecphr. 16.
Russian (Dvoretsky)
μεληδών: όνος ἡ Plut., Anth. = μελεδώνη.
Greek (Liddell-Scott)
μεληδών: ἡ, = μελεδώνη, Σιμων. 48, Ἀνθολ. 293, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 812.
Greek Monolingual
μεληδών, -όνος, ἡ (Α)
βλ. μελεδών.
Greek Monotonic
μεληδών: ἡ, = μεληδώνη, σε Σιμων., Ανθ.