μεταγνώθω

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

και μεταγνώνω (Μ μετα[γ]νώθω)
λυπάμαι για κάτι κακό που έκανα, μεταμελούμαι, μετανοώ
μσν.
αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω προηγούμενη απόφαση, μετανιώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. μετ-έγνωσα του μεταγιγνώσκω, κατά το σχήμα ἔκλωσα: κλώθω, ἄλεσα: ἀλέθω, ἔγνεσα: γνέθω. Το ρ. μεταγνώνω είναι επίσης υποχωρητ. σχηματισμός από μετ-έ-γνωσα κατά το σχήμα ἔλειωσα: λειώνω].