μεταμοσχεύω
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
transplant, Hsch.: Subst. μεταμόσχευσις, εως, ἡ, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 150] umpflanzen, Sp., Hesych. erkl. μεταφυτεύω.
Greek (Liddell-Scott)
μεταμοσχεύω: μεταφυτεύω, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ, 209Β, κλ.: μεταμόσχευσις, ἡ, Γλωσσ.
Greek Monolingual
(Α μεταμοσχεύω)
εγκεντρίζω, μπολιάζω με τη μέθοδο της μεταμόσχευσης
νεοελλ.
εκτελώ μεταμόσχευση οργάνου ή εμβρύου
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) μεταφυτεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + μοσχεύω «αποσπώ μόσχους και τους φυτεύω»].