μεταφράστρια
Greek Monolingual
ο, θηλ. μεταφράστρια (ΑΜ μεταφραστής και μεταφράστης) μεταφράζω
1. αυτός που αποδίδει προφορικό ή γραπτό λόγο με άλλο φραστικό τρόπο ή σε άλλο λεκτικό ύφος, εξηγητής, ερμηνευτής, μεταγλωττιστής
2. το πρόσωπο που μεταφέρει προφορικό ή γραπτό λόγο από μία γλώσσα σε άλλη
νεοελλ.
1. (σχετικά με προφορικό λόγο) διερμηνέας
2. κυβερν. συσκευή η οποία δέχεται ένα σήμα εισόδου υπό μορφή ενός φυσικού μεγέθους, λ.χ. ηλεκτρικού ρεύματος, και παράγει ένα σήμα εξόδου υπό μορφή ενός άλλου φυσικού μεγέθους, λ.χ. μηχανικής κίνησης
3. (μηχανογρ.) συσκευή η οποία δέχεται τις διάτρητες καρτέλες της μηχανογράφησης και μεταφέρει σε γραπτό κείμενο το μήνυμα που συμβολίζει η διάτρηση τους
4. βασικό πρόγραμμα τών ηλεκτρονικών υπολογιστών το οποίο μεταφράζει ένα πρόγραμμα από μια γλώσσα προγραμματισμού σε άλλη και ειδικότερα σε γλώσσα μηχανής
5. φρ. «τηλεγραφικός μεταφραστής»
(επικοιν.) συσκευή προσαρμοσμένη σε τηλεγραφικό δέκτη η οποία δέχεται το τηλεγραφικό σήμα και το εκτυπώνει στο χαρτί υπό μορφή κειμένου
μσν.-αρχ.
αυτός που παραφράζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταφράζω
Ο τ. μεταφράστης < μετ(α)- + φράστης (< φράζω) πρβλ. σκινδαλαμοφράστης.
Translations
Afrikaans: vertaler, vertaalster; Albanian: përkthyes, përkthyese; Arabic: مُتَرْجِم, مُتَرْجِمَة; Armenian: թարգմանիչ; Assamese: ভাঙনি কৰোঁতা, অনুবাদক; Asturian: traductor; Azerbaijani: tərcüməçi, mütərcim; Bashkir: тәржемәсе; Basque: itzultzaile; Belarusian: перакла́дчык, перакла́дчыца; Bengali: অনুবাদক; Breton: troour; Bulgarian: превода́ч, преводачка; Burmese: ဘာသာပြန်, ဘာသာပြန်သူ; Catalan: traductor, traductora; Chechen: гочдархо; Chinese Mandarin: 譯者, 译者, 譯員, 译员, 翻譯, 翻译, 翻譯員, 翻译员, 翻譯者, 翻译者, 翻譯家, 翻译家, 翻譯官, 翻译官; Czech: překladatel, překladatelka; Danish: oversætter, tolk; Dutch: vertaler, vertaalster; Elfdalian: yvyrsetter; Esperanto: tradukisto, virtradukisto, tradukistino, tradukanto, virtradukanto, tradukantino; Estonian: tõlk; Faroese: týðari, tolkur, umsetari; Finnish: kääntäjä; French: traducteur, traductrice; Galician: tradutor, tradutora; Georgian: მთარგმნელი, თარჯიმანი; German: Übersetzer, Übersetzerin; Greek: μεταφραστής, μεταφράστρια; Ancient Greek: μεταφραστής; Greenlandic: nutserisoq; Gujarati: અનુવાદક; Hawaiian: mea unuhi; Hebrew: מְתַרְגֵּם, מְתַרְגֶּמֶת; Hindi: अनुवादक, भाषांतरकार; Hungarian: fordító; Icelandic: þýðandi; Ido: tradukisto, tradukistulo, tradukistino, tradukanto, tradukantulo, tradukantino; Indonesian: penerjemah; Irish: aistritheoir; Italian: traduttore, traduttrice; Japanese: 翻訳者; Kannada: ಅನುವಾದಕ; Kazakh: аударушы, аудармашы; Khmer: អ្នកបកប្រែ; Korean: 번역자, 번역가; Kurdish Central Kurdish: وەرگێڕ; Northern Kurdish: wergêr, terciman; Kyrgyz: котормочу; Ladino: terdjuman; Lao: ຜູ້ແປ, ນາຍພາສາ; Latin: interpres, translator; Latvian: tulkotājs, tulkotāja; Lithuanian: vertėjas; Luxembourgish: Iwwersetzer; Macedonian: преведувач; Malay: penterjemah; Malayalam: വിവര്ത്തകന്; Maltese: traduttur; Manchu: ᡨᡠᠩᠰᡝ; Maori: kaiwhiringa reo, kaiwhakamāori; Marathi: अनुवादक; Middle English: translatour; Mongolian: орчуулагч, хөрвүүлэгч; Ngazidja Comorian: mtafsiri 1 or 2; Norman: traducteux; Northern Sami: jorgaleaddji; Norwegian Bokmål: oversetter; Nynorsk: omsetjar, omsettar; Occitan: traductor; Old English: wealhstod; Oriya: ଅନୁବାଦକ; Pashto: ترجمان, مترجم, ژباړن, ژباړونکی; Pennsylvania German: Iwwersetzer; Persian: ترگمان, مترجم; Plautdietsch: Äwasata; Polish: tłumacz, tłumaczka; Portuguese: tradutor, tradutora; Romanian: traducător, traducătoare, interpret, interpretă, translator, translatoare; Romansch: translatur, translatura; Russian: перево́дчик, перево́дчица; Scottish Gaelic: eadar-theangair; Serbo-Croatian Cyrillic: преводилац, преводитељ; Roman: prevodilac, prevoditelj; Sinhalese: පරිවර්තක; Skolt Sami: ǩiõlljåårǧlõʹtti; Slovak: prekladateľ, prekladateľka; Slovene: prevajalec, prevajalka; Somali: turjume; Sorbian Lower: pśełožowaŕ; Upper: přełožowar, přełožer; Sotho: mofetoledi; Spanish: traductor, traductora; Swahili: mfasiri, mfumbua, mtapta; Swedish: översättare; Tajik: тарҷумон, мутарҷим; Tamil: மொழிபெயர்ப்பாளர்; Tatar: тәрҗемәче; Telugu: అనువాదకుడు; Thai: ผู้แปล, นักแปล, ล่าม; Tibetan: སྐད་སྒྱུར; Tigrinya: ተርጓሚ, ተርጓሚት; Turkish: çevirmen, tercüman; Turkmen: terjimeçi; Ukrainian: переклада́ч, переклада́чка; Urdu: مترجم, ترجمان, انوادک; Uyghur: تەرجىمان; Uzbek: tarjimon; Vietnamese: thông dịch viên, dịch gỉa; Volapük: tradutan, hitradutan, jitradutan; Welsh: cyfieithydd; West Frisian: oersetter; Yiddish: איבערזעצער, איבערזעצערין