μεῖστος

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεῖστος Medium diacritics: μεῖστος Low diacritics: μείστος Capitals: ΜΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: meîstos Transliteration B: meistos Transliteration C: meistos Beta Code: mei=stos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of μείων, least, Hsch., EM676.14, Eust.134.45, Sch.Ar.Pl.627: neut. as adverb, μεῖστον at least, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., V B.C.). (From μέy-ιστος.)

German (Pape)

[Seite 117] p. superl. zu μείων, Bion. 5, 10; Hesych. erkl. μεῖστον durch ἐλάχιστον.

French (Bailly abrégé)

v. μικρός.

Greek (Liddell-Scott)

μεῖστος: -η, -ον, ὑπερθετ. τοῦ μείων, ἐλάχιστος Βίων 5. 10.

Greek Monolingual

μεῖστος, -η, -ον (ΑM)
1. ελάχιστος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) μεῖστον
τουλάχιστον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του μείων (πρβλ. πλείστος)].

Greek Monotonic

μεῖστος: -η, -ον, υπερθ. του μείων, ο απολύτως μικρότερος, λιγότερος, σε Βίωνα.

Middle Liddell

μεῖστος, η, ον [Sup. of μείων
most, Bion.