μινύρισμα
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
-ατος, τό, warbling, Theoc.Ep.4.11, S.E.M.6.32.
German (Pape)
[Seite 188] τό, Gewimmer, Gegirr, leiser Gesang; Theocr. ep. 4, 11; ἐμμελές, S. Emp. adv. mus. 32.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
accents plaintifs et doux, gazouillement ; particul. chant du rossignol.
Étymologie: μινυρίζω.
Russian (Dvoretsky)
μῐνύρισμα: ατος (ῠ) τό щебетанье, чириканье Theocr., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
μῐνύρισμα: [ῠ], τό, κελάδημα σιγηλόν, ξουθαὶ δὲ χελιδόνες μινυρίσμασι... μέλπουσι Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 11, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 32, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 147D (μετὰ διαφ. γραφ. μινύριγμα).
Greek Monolingual
το (Α μινύρισμα)
1. σιγανό κελάηδημα («ξουθαὶ ἀηδονίδες μινυρίσμασιν ἀντιαχεῡσι μέλπουσαι στόμασιν τὰν μελίγηριν ὄπα», Θεόκρ.)
2. ήχος από το ελαφρό θρόισμα τών δένδρων ή από τον ελαφρό ήχο ύδατος που ακούγεται από ρυάκι
νεοελλ.
κλαψούρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μινυρίζω. Ο τ. μινύριγμα «είδος εδωδίμου» εμφανίζει λαρυγγικό σύμφωνο -γ- ως προϊόν αναλογίας, ενώ η σημασία του θεωρείται αμφίβολη].
Greek Monotonic
μῐνύρισμα: [ῠ], -ατος, τό, σιγανό τραγούδι πουλιών, κελάηδημα, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
μῐνῠ́ρισμα, ατος, τό, [from μῐνῠρίζω]
a warbling, Theocr.