μισοψευδής

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσοψευδής Medium diacritics: μισοψευδής Low diacritics: μισοψευδής Capitals: ΜΙΣΟΨΕΥΔΗΣ
Transliteration A: misopseudḗs Transliteration B: misopseudēs Transliteration C: misopsevdis Beta Code: misoyeudh/s

English (LSJ)

μισοψευδές, (ψεῦδος) hating lies, Luc.Pisc.20.

German (Pape)

[Seite 192] ές, Lügen hassend, Lügenfeind, Luc. Pisc. 20.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui hait le mensonge.
Étymologie: μισέω, ψεῦδος.

Russian (Dvoretsky)

μῑσοψευδής: ненавидящий ложь Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μῑσοψευδής: -ές, (ψεῦδος) ὁ μισῶν τὰ ψεύδη, Λουκ. Ἁλιεῖς 20.

Greek Monolingual

μισοψευδής, -ές (Α)
αυτός που μισεί τα ψεύδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + ψευδής (< ψεῦδος), πρβλ. αψευδής, φιλοψευδής].

Greek Monotonic

μῑσοψευδής: -ές (ψεῦδος), αυτός που μισεί τα ψέμματα, σε Λουκ.

Middle Liddell

μῑσο-ψευδής, ές ψεῦδος
hating lies, Luc.