μισόνυμφος
From LSJ
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
English (LSJ)
μισόνυμφον, hating marriage, Lyc.356.
German (Pape)
[Seite 192] die Bräute, das Heirathen hassend, Lycophr. 355.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσόνυμφος: -ον, ὁ μισῶν τὸν γάμον, Λυκόφρ. 356.
Greek Monolingual
μισόνυμφος, -ον (Α)
αυτός που απεχθάνεται τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλόνυμφος].