μνησίτοκος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
μνησίτοκον, philoprogenitive, Hp.Mul.1.6 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 195] des Gebärens eingedenk, es nicht unterlassend, also fruchtbar, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
μνησίτοκος: -ον, ὁ ἐνθυμούμενος τὸν τοκετόν, μὴ λησμονῶν νὰ γεννᾷ, γόνιμος, καρποφόρος, ἀμφίβ. παρ’ Ἱππ. 593. 3· ὁ Κοραῆς (Πλούτ. 3, σ. 8) ἀναγινώσκει κνησίτοκος, καταστρέφων τὴν γένναν, κινῶν εἰς ἐξάμβλωσιν.
Greek Monolingual
μνησίτοκος, -ον (Α)
καρποφόρος, γόνιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι-, σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος, + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. λυσίτοκος].