μυαλός
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
μυᾰλόω, later spellings for μυελ-, blamed by Phryn.282.
German (Pape)
[Seite 213] μυαλόω, = μυελός, μυελόω.
Greek (Liddell-Scott)
μῡᾰλός: μῡᾰλόω, ἀντὶ μυελ-, ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ τοῦ Φρυνίχ. 309, ἀλλὰ σύνηθες παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ἴδε Δουκάγγ.
Greek Monolingual
και εμυαλός, ο (ΑΜ μυαλός, Μ και ὀμυαλός)
ο μυελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μυελός. Οι τ. ἐμυαλός και ὀμυαλός είναι ιδιωματικοί].