μυιοθήρας

From LSJ

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυιοθήρας Medium diacritics: μυιοθήρας Low diacritics: μυιοθήρας Capitals: ΜΥΙΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: myiothḗras Transliteration B: muiothēras Transliteration C: myiothiras Beta Code: muioqh/ras

English (LSJ)

-ου, ὁ, fly-hunter, Hsch. s.v. μύαγρος, Suid.s.v. μυίαγρος.

German (Pape)

[Seite 216] ὁ, Fliegenjäger, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

μυιοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρώμενος τὰς μυίας, Ἡσύχ.· Σουΐδ. ἐν λ. μυίαγρος.

Greek Monolingual

ο (Α μυιοθήρας)
νεοελλ.
ζωολ. παλαιότερη ονομασία ενός είδους πτηνών της οικογένειας μυγοθήρες
αρχ.
αυτός που κυνηγά τις μύγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσοθήρας].