μυίαγρος
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
ὁ, fly-catcher, name of an Elean god, Plin.HN10.75 (prob.); ἥρως μ., in Arcadia, Paus.8.26.7.
German (Pape)
[Seite 215] ὁ, Fliegenfänger, bei den Eleern eine Gottheit, Plin. H. N. 10, 28, vgl. ἀπόμυιος.
Greek (Liddell-Scott)
μυίαγρος: ὁ, ὁ τὰς μυίας ἀγρεύων, μυιοθήρας, Σουΐδ. - Μυίαγρος, ἥρως τις ἐν Ἀρκαδίᾳ, ᾡ ἔθυον πρὸς καταστροφὴν τῶν μυιῶν, Παυσ. 8. 26. 7, προσέτι ὄνομα θεοῦ τινος, ὃς ἐπικαλούμενος ἔφερεν ὄλεθρον εἰς τὰς μυίας, ὁ αὐτὸς δ’ ἐκαλεῖτο καὶ Μυιώδης, παρὰ τῷ αὐτῷ 29, 6, 34, § 106· πρβλ. ἀπόμυιος.
Greek Monolingual
μυίαγρος, ὁ (Α)
1. αυτός που πιάνει μύγες
2. ως κύριο όν. Μυίαγρος
ήρωας της Αρκαδίας στον οποίο θυσίαζαν για την εξόντωση τών μυγών («ἐν ταύτῃ τῄ πανηγύρει Μυιάγρῳ προθύουσιν, ἐπευχόμενοί τε κατὰ τῶν ἱερείων τῷ ἥρωϊ καὶ ἐπικαλούμενοι τὸν Μυίαγρον», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + -αγρος (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. μύαγρος].