νέκρωμα
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
-ατος, τό, lifeless, inorganic body, ἄτομα ὅσα νεκρώματα Simp. in de An.318.9.
Greek (Liddell-Scott)
νέκρωμα: τό, τὸ πτῶμα τοῦ θύματος, Ψελλ. Δαιμ. 38.
Greek Monolingual
το (ΑΜ νέκρωμα) νεκρώνω
νεοελλ.
1. μερική ή ολική παύση τών λειτουργιών σωματικού μέλους
2. μτφ. έλλειψη ζωής και κίνησης, αδράνεια, μαρασμός, απραξία, νέκρα
μσν.
1. τμήμα σφαγίου το οποίο θυσιαζόταν
2. (κατ' επέκτ.) το θυσιαζόμενο ζώο που προσφερόταν ως θυσία στους θεούς
αρχ.
υπόλειμμα, τμήμα άψυχου σώματος.