νέκυια

From LSJ

νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νέκυια Medium diacritics: νέκυια Low diacritics: νέκυια Capitals: ΝΕΚΥΙΑ
Transliteration A: nékyia Transliteration B: nekuia Transliteration C: nekyia Beta Code: ne/kuia

English (LSJ)

ἡ, (νέκυς) a magical
A rite by which ghosts were called up and questioned about the future, Plu.2.17b (pl.); νεκυίᾳ χρήσασθαι Hdn. 4.12.4; name for the eleventh Book of the Odyssey, D.S.4.39, Plu. 2.740e.
II funeral ceremony, τῶν ἀμφὶ τὴν ν. τε καὶ τὰς διαθήκας καλινδουμένων Luc.Nigr.30.
III rabble, used contemptuously of Caesar's entourage, Cic.Att.9.18.2, cf. Attic. ap. eund.Att.9.10.7.
IV. = φλόμος, so called because used in necromancy, Cyran. 30 (written νεκύα).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mieux que νεκυία;
sacrifice pour l'évocation des morts.
Étymologie: νέκυς.

Greek (Liddell-Scott)

νέκυια: ἡ, (νέκυς) μαγική τις τελετή, δι’ ἧς τὰ πνεύματα τῶν νεκρῶν ἀναβιβάζονται καὶ ἐρωτῶνται περὶ τοῦ μέλλοντος, Πλούτ. 2. 17Β· νεκυίᾳ χρήσασθαι Ἡρῳδιαν. 4. 12· ― οὕτω κοινῶς ἐκαλεῖτο ἡ ἑνδεκάτη ῥαψῳδία τῆς Ὀδ., Διόδ. 4. 39, Πλούτ. 2. 740Ε· καλουμένη νεκυομαντεία ὑπὸ τοῦ Εὐστ. 1670. 23.

Greek Monolingual

η (Α νέκυια και νεκύα)
1. μαγική τελετή που αποσκοπούσε στην πρόσκληση του πνεύματος κάποιου νεκρού από τον Άδη για να μαντεύσει για το μέλλον («μάγων τοὺς ἀρίστους ζητήσαντι νεκυίᾳ τε χρησαμένῳ μαθεῖν περὶ τοῦ τέλους τοῦ βίου αὐτοῦ», Ηρωδιαν.)
2. ως κύριο όν. Νέκυια ή Νεκύα ή Νεκυομαντεία
τίτλος της ενδεκάτης (λ) ραψωδίας της Οδύσσειας, όπου περιγράφεται η κατάβαση του Οδυσσέα στον Άδη και η συνομιλία του με τους νεκρούς («ὅσας ἐν νεκυίᾳ κατωνόμακεν», Πλούτ.)
αρχ.
1. επικήδεια, επιτάφια τελετή
2. πλήθος ασήμαντων ανθρώπων, συρφετός, όχλος
3. άλλη ονομασία του φυτού φλόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + κατάλ. -ια (πρβλ. αλήθεια). Ο τ. νεκύα «ονομ. του φυτού φλόμος» (πρβλ. καρύα, σικύα) αποδόθηκε στο φυτό επειδή το χρησιμοποιούσαν για να εξορκίσουν τον θάνατο].

Greek Monotonic

νέκυια: ἡ (νέκυς), τελετουργία, μαγική τελετή μέσω της οποίας τα πνεύματα των νεκρών καλούνται από τον Κάτω Κόσμο και ερωτώνται για όσα πρόκειται να συμβούν, τους γίνονται ερωτήσεις για το μέλλον· το όνομα της ραψωδίας λʹ της Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

νέκυια, ἡ, νέκυς
a rite by which ghosts were called up and questioned, name for Od. II