ῥαψῳδία
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
ἡ,
A recitation of Epic poetry, Pl.Ion 533b; ἆθλα.. οἱ πατέρες ἔθεσαν ῥ. Id.Ti.21b.
2 Epic composition, opp. lyric (κιθαρῳδία) , ἐπιδεικνύναι ῥ. Id.Lg.658b; ἐπιτελεῖν (v.l. ἀποτελεῖν) Clearch.62: generally, of all kinds of poetry, ποιεῖν μικτὴν ῥ. ἐξ ἁπάντων μέτρων Arist. Po.1447b22.
II portion of an Epic poem fit for recitation at one time, e.g. a book of the Iliad or Odyssey, Plu.2.186e, Luc.DMort. 20.2, Cont.7.
III contemptuously, rigmarole, Plu.2.514c (pl.).
German (Pape)
[Seite 836] ἡ, das von einem Rhapsoden vorgetragene Gedicht, bes. die einzelnen Abschnitte der homerischen Gesänge, die von den Rhapsoden vorgetragen wurden, die einzelnen Bücher der Ilias und Odyssee; nach Dionys. Thrax μέρος ποιήματος ἐμπεριειληφός τινα ὑπόθεσιν; vgl. Plat. Tim. 21 b Ion 533 b; ῥαψῳδίαν ἐπιδεικνύναι, Legg. II, 658 b; Arist. poet. 1 rhet. 3, 1. – Leeres Geschwätz, Sp., wie Plut. de garrul. 22, εἰς τὰς ἑώλους καὶ πολυπατήτους εἰσελαύνει ῥαψῳδίας τὸν λόγον.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. récitation d'un poème, particul. d'un poème épique;
II. rhapsodie :
1 poème épique ; poème en gén.
2 morceau détaché ou chant d'un des poèmes d'Homère;
3 en mauv. part récit usé.
Étymologie: ῥαψῳδός.
Russian (Dvoretsky)
ῥαψῳδία: ἡ
1 пение или чтение (нараспев) эпических поэм Plat.: ῥ. Ἰλιάδος Plut. чтение вслух Илиады;
2 эпическая поэма: ἐπιδεικνύναι, καθάπερ Ὃμηρος, ῥαψῳδίαν Plat. выступать, подобно Гомеру, с эпической песнью;
3 рапсодия, раздел эпической поэмы, песнь: τῶν ῥαψῳδιῶν τὰ κεφάλαια Luc. главные герои (гомеровских) песен.
Greek (Liddell-Scott)
ῥαψῳδία: ἡ, (ῥαψῳδὸς) ἀπαγγελία ἐπικῶν ποιημάτων, Πλάτ. Ἴων 533Β· ἆθλα ... οἱ πατέρες ἔθεσαν ῥαψῳδίας ὁ αὐτ. ἐν Τίμ. 21Β. 2) ἐπικὴ ποίησις ἢ σύνθεσις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν λυρικὴν (κιθαρῳδίαν), ἐπιδεικνύναι ῥ. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 758Β. ἀποτελεῖν Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 275 ἐν τέλ.· ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς εἴδους ποιήσεως, ποιεῖν μικτὴν ῥ. ἐξ ἁπάντων μέτρων Άριστ. Ποιητ. 1, 12. ΙΙ. μέρος ἐπικοῦ ποιήματος κατάλληλον ὅπως ἀπαγγελθῇ κατά τινα περίστασιν· π.χ. ἓν στοιχεῖον τῆς Ἰλιάδος ἢ τῆς Ὀδυσσείας, Πλούτ. 2. 186D, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 2, Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 7. ΙΙΙ. περιφρονητικῶς, μακρὰ διήγησις, σχοινοτενὴς ἀφήγησις, Πλούτ. 2. 514C.
Greek Monolingual
η / ῥαψῳδία, ΝΜΑ ῥαψῳδός
τμήμα επικού ποιήματος που έχει ενότητα και, κυρίως, καθένα από τα 24 βιβλία στα οποία έχουν χωριστεί τα έπη του Ομήρου (α. «βαβαῖ, Ὅμηρε, οἷά σοι τῶν ῥαψωδιῶν τὰ κεφάλαια χαμαὶ ἔρριπται ἄγνωστα καὶ ἄμορφα», Λουκ.
β. «ῥαψῳδία
σύνταξις ἤ συρραφὴ λόγων ἤ μέρος ποιήματος», Ησύχ.
γ. «ῥαψῳδία ἐστὶ μέρος ποιήματος ἐμπεριειληφός τινα ὑπόθεσιν», Ανέκδοτα Βεκκήρου)
νεοελλ.
μουσ. σχετικά σύντομη διηγηματική μουσική σύνθεση, ελεύθερης μορφής, με επικό, εθνικό ή ηρωικό περιεχόμενο («ουγγρικές ραψωδίες του Λιστ»)
αρχ.
1. απαγγελία επικού ποιήματος («ἆθλα... ἡμῖν oἱ πατέρες ἔθεσαν ῥαψῳδίας», Πλάτ.)
2. επική ποιητική σύνθεση («τὸν μὲν τινα ἐπιδεικνύναι, καθάπερ Ὅμηρος, ῥαψῳδίαν, ἄλλον δὲ κιθαρῳδίαν», Πλάτ.)
3. σχοινοτενής αφήγηση, φλυαρία.
Greek Monotonic
ῥαψῳδία: ἡ (ῥαψῳδός)·
I. 1. απαγγελία επικής ποίησης, σε Πλάτ.
2. επική σύνθεση, αντίθ. προς τη λυρική (κιθαρῳδία), στον ίδ.
II. μέρος επικού ποιήματος κατάλληλο προς απαγγελία σε συγκεκριμένη περίσταση, π.χ., στίχος της Ιλιάδας ή της Οδύσσειας, ποίημα, άσμα, έπος, τραγούδι, ραψωδία (έπους), σε Πλούτ., Λουκ.
Middle Liddell
ῥαψῳδία, ἡ, ῥαψῳδός
I. recitation of epic poetry, Plat.
2. epic composition, opp. to lyric (κιθαρῳδίἀ, Plat.
II. a portion of an epic poem fit for recitation at one time, e. g. a book of the Iliad or Odyssey, a lay, canto, Plut., Luc.