νήτιτος
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
νήτιτον, (νη-, τίνω) unavenged, IG14.1389ii33.
German (Pape)
[Seite 254] ungerächt, ungestraft, Herod. Attic. 1, 34 (App. 50).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
impuni.
Étymologie: νη-, τίω.
Russian (Dvoretsky)
νήτῐτος: ненаказанный, непокаранный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
νήτῑτος: -ον, (νη-, τίνω) ἀτιμώρητος, ἀνεκδίκητος, Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 33.
Greek Monolingual
νήτιτος, -ον (Α)
ατιμώρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -τιτος (< τίνω «πληρώνω, εκδικούμαι»), πρβλ. άτιτος, παλίν-τιτος].
Greek Monotonic
νήτῑτος: -ον (νη-, τίνω), ανεκδίκητος, ατιμώρητος, σε Ανθ.