νεκυώριον

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκῠώριον Medium diacritics: νεκυώριον Low diacritics: νεκυώριον Capitals: ΝΕΚΥΩΡΙΟΝ
Transliteration A: nekyṓrion Transliteration B: nekyōrion Transliteration C: nekyorion Beta Code: nekuw/rion

English (LSJ)

or νεκύωρον, τό, (ὤρα) = νεκρομαντεῖον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 238] τό, oder νεκύωρον, = νεκρομαντεῖον, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

νεκῠώριον: ἢ νεκύωρον, τό, (ὤρα) = νεκρομαντεῖον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νεκυώριον και νεκύωρον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «νεκυομαντεῖον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκυς «νεκρός» + ὥρα «εξέταση, σκέψη, φροντίδα»].