νεμεσητικός
English (LSJ)
νεμεσητική, νεμεσητικόν, disposed to indignation at any one's undeserved good or ill fortune, Arist.EN1108b3, Rh.1387b4.
German (Pape)
[Seite 239] zum Unwillen über unverdientes Glück geneigt, λυπεῖται ἐπὶ τοῖς ἀναξίως εὖ πράττουσιν, als Tugend dem φθονερός u. ἐπιχαιρέκακος entgegengesetzt, Arist. Eth. 2, 7, 15 top. 2, 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui s'indigne d'un bonheur immérité.
Étymologie: νεμεσάω.
Russian (Dvoretsky)
νεμεσητικός: относящийся недоброжелательно, возмущающийся, негодующий (ὁ ν. λυπεῖται ἐπὶ τοῖς ἀναξίως εὖ πράττουσιν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
νεμεσητικός: -ή, -όν, ὁ ἀγανακτῶν ἐπὶ τῇ παρ ἀξίαν εὐτυχίᾳ τινός, ὁ μὲν γὰρ νεμεσητικὸς λυπεῖται ἐπὶ τοῖς ἀναξίως εὖ πράττουσιν, ὁ δὲ φθονερὸς ὑπερβάλλων τοῦτον ἐπὶ πᾶσι λυπεῖται Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 7, 15, Ρητ. 2. 9, 12, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λέξ. ― Ἐπιρρ. νεμεσητικῶς, Εὐστ. Θεσ. Πονημ., ἔκδ. Taf. σ. 114, 40.
Greek Monolingual
νεμεσητικός, -ή, -όν (Α) νεμεσητός
1. αυτός που αγανακτεί με την ευτυχία που έχει κάποιος παρά την αξία του («ὁ μὲν γὰρ νεμεσητικὸς λυπείται ἐπὶ τοῖς ἀναξίως εὖ πράττουσι», Αριστοτ.)
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «νεμεσητικόν
μεμπτόν».
επίρρ...
νεμεσητικῶς (Μ)
με νεμεσητικό τρόπο.
Greek Monotonic
νεμεσητικός: -ή, -όν, αυτός που δικαίως αγανακτεί για την ευτυχία που απολαμβάνει κάποιος χωρίς να το αξίζει, σε Αριστ.
Middle Liddell
νεμεσητικός, ή, όν [from νεμεσάω
disposed to just indignation, Arist.