νησομαχία
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
ἡ, island-fight, Luc.VH1.42.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
combat d'îles entre elles.
Étymologie: νῆσος, μάχομαι.
German (Pape)
ἡ, die Inselschlacht, Luc. V.H. 1.42.
Russian (Dvoretsky)
νησομᾰχία: ἡ островная битва Luc.
Greek (Liddell-Scott)
νησομᾰχία: ἡ, ἡ τῶν νήσων μάχη, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 42.
Greek Monolingual
νησομαχία, ἡ (Α)
πλαστή λέξη του Λουκιανού, για να δηλώσει μάχη που έγινε ανάμεσα σε νησιά τα οποία δήθεν έπλεαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. μηλο-μαχία, μυομαχία.
Greek Monotonic
νησομᾰχία: ἡ (μάχη), μάχη στα νησιά, σε Λουκ.