νικόβουλος

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῑκόβουλος Medium diacritics: νικόβουλος Low diacritics: νικόβουλος Capitals: ΝΙΚΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: nikóboulos Transliteration B: nikoboulos Transliteration C: nikovoulos Beta Code: niko/boulos

English (LSJ)

νικόβουλον, prevailing in the council, Ar.Eq.615.

German (Pape)

[Seite 257] im Rate siegend, Ar. Equ. 613.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui l'emporte dans le conseil.
Étymologie: νίκη, βουλή.

Russian (Dvoretsky)

νῑκόβουλος: победивший в совете (старейшин) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

νῑκόβουλος: -ον, ὁ ὑπερισχύων ἐν τῇ βουλῇ, οὗτινος ἡ γνώμη ὑπερισχύει, τί δ’ ἄλλο εἰ μὴ νικόβουλος ἐγενόμην; «ἐγώ, φησί, τὴν νίκην ἀπηνεγκάμην. ἀστείως δὲ κέχρηται τῷ συνθέτῳ, καὶ τὰ ὀνόματα συνέπλεξιν ἄμφω. ἐν τῇ βουλῇ γὰρ τὴν φιλονεικίαν ἐποιήσατο προκαλεσαμένου τοῦ Κλέωνος καὶ οἱ βουλευταὶ τὴν νίκην προέκριναν αὐτῷ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 615.

Greek Monolingual

νικόβουλος, -ον (Α)
αυτός του οποίου νικά η γνώμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. -ο- + -βούλος (< βουλή), πρβλ. υστερόβουλος].

Greek Monotonic

νῑκόβουλος: -ον (βουλή), αυτός που υπερισχύει στη βουλή, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

νῑκό-βουλος, ον, [βουλη]
prevailing in the council, Ar.