νομάδην
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
English (LSJ)
[ᾰ], Adv., cited as parallel to ἐπιτροχάδην, Sch.Il.3.213.
Greek (Liddell-Scott)
νομάδην: Ἐπίρρ., «τὰ ἀπὸ ὀνομάτων εἰς ος γινόμενα ἐπιρρήματα διὰ τοῦ α ἐκφέρεται, οἷον νόμος νομάδην, σπόρος σποράδην, τροχός τροχάδην» Σχόλια εἰς Ὁμ. Ἰλ. Γ. 212.
Greek Monolingual
νομάδην (Α)
επίρρ. κατά νόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ: σπορ-άδην, τροχ-άδην)].