ξεροκαμπία

From LSJ

Greek Monolingual

και ξηροκαμπία, η ξερόκαμπος
άνυδρη και άφορη πεδινή έκταση, ξερός κάμπος
2. φρ. ειρων. «δήμαρχος πάσης ξεροκαμπίας (ή ξηροκαμπίας)» — τίτλος ή αξίωμα χωρίς καμία σημασία.