ξερόν
English (LSJ)
τό, terra firma, once in Hom., ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο Od.5.402; ποτὶ ξερὸν ἔλθ' ἀπὸ πέτρας to the mainland, AP6.304 (Phan.), cf. A.R.3.322; ἐπὶ ξερόν Nic.Th.704. (Cogn. with σχερός rather than with ξηρός.)
Greek Monolingual
ξερόν, τὸ (Α)
η ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ξερόν με σημ. «ξηρά» μαρτυρείται στην Οδύσσεια και έχει συνδεθεί με το επίθ. ξηρός. Το βραχύ φωνήεν του ξερόν, συγκριτικά με το μακρό φωνήεν του ξηρός, έχει ερμηνευθεί είτε ως βράχυνση για μετρικές ανάγκες είτε από το σχερός, γλώσσα που παραδίδει ο Ησϋχ. «σχερός
ἀκτή, αἰγιαλός», με αντιμετάθεση τών δύο αρχικών συμφώνων (βλ. λ. σχερός)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: the dry (country) only in ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο (ε 402), ποτὶ ξερόν (A.R. 3, 322, AP), ἐπὶ ξερόν (Nic.);
See also: s. ξηρός.
Frisk Etymology German
ξερόν: {kserón}
Grammar: n.
Meaning: das Trockne nur in ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο (ε 402), ποτὶ ξερόν (A.R. 3, 322, AP), ἐπὶ ξερόν (Nik.);
See also: s. ξηρός.
Page 2,335