ομοιοστασία
From LSJ
Greek Monolingual
και ομοιόσταση, η
1. βιολ. διαδικασία αυτορρύθμισης με την οποία ένας οργανισμός τείνει να διατηρήσει σταθερές ορισμένες βιολογικές παραμέτρους του σε αντιστάθμιση τών μεταβολών του εξωτερικού περιβάλλοντος
2. (κοινων.) ισοσταθμιση μεταξύ πολλών κοινωνικών φαινομένων που σχετίζονται μεταξύ τους
3. (ψυχολ.) έμφυτη τάση που έχει ως αποτέλεσμα τη διαμόρφωση μιας συμπεριφοράς η οποία κατατείνει στη διατήρηση της σταθερότητας στο ψυχολογικό πεδίο
4. τεχνολ. τύπος δυναμικής ισορροπίας ο οποίος χαρακτηρίζει σύνθετα αυτορρυθμιζόμενα συστήματα και συνίσταται στη διατήρηση τών πολύ βασικών για τη λειτουργία του συστήματος χαρακτηριστικών μέσα στα επιτρεπτά όρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homeostasis (< ομοιο- + στάση)].