ορείφοιτος

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

ὀρείφοιτος και ὀρεσίφοιτος και οὐρεσίφοιτος -ον (Α)
αυτός που περπατεί, που συχνάζει στα όρη (α. «ὀρείφοιτοι ποιμένες», Βάβρ.
β. «ὀρείφοιτα θηρία», Βάβρ.
γ. «ὀρείφοιτοι Βάκχαι», Κορνούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρεσι- (βλ. λ. όρος [II]) + -φοιτος (< φοιτῶ «συχνάζω»), πρβλ. αερόφοιτος].