οστέωση
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
Greek Monolingual
η (Μ ὀστέωσις και ὄστωσις)
ο σχηματισμός τών οστών
νεοελλ.
1. (ιστολ.) σύνολο ιστικών και βιοχημικών διεργασιών που καταλήγουν, με την καθίζηση αλάτων ασβεστίου, στην παραγωγή οστίτη ιστού, που αποτελεί ένα από τα στάδια του σχηματισμού τών οστών, αλλ. οστεοποίηση
2. φρ. «ζώνη οστεώσεως»
(ιστολ.) ειδική ζώνη μεταξύ διαφύσεως και επιφύσεων ενός αναπτυσσόμενου χονδρογενούς οστού την οποία αποτελεί ο συζευκτικός ή αυξητικός χόνδρος, που έχει έντονη οστεοποιητική λειτουργία
μσν.
οστέϊνη φύση («ὀστοῦν δὲ ἱερόν... διὰ τὸ μεγαλεῖον τῆς ὀστεώσεως ὄνομα σχεῖν οὕτω δοξάζουσι», Ευστ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + κατάλ. -ωσις μέσω ενός αμάρτυρου ρ. ὀστεῶ].