πάρεγγυς

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάρεγγῠς Medium diacritics: πάρεγγυς Low diacritics: πάρεγγυς Capitals: ΠΑΡΕΓΓΥΣ
Transliteration A: párengys Transliteration B: parengys Transliteration C: pareggys Beta Code: pa/reggus

English (LSJ)

A Adv. near at hand, close by, ἐν τοῖς πάρεγγυς τόποις Arist.HA 605b25.
2 of time, near, λίαν πάρεγγυς εἶναι, i.e. in age, Id.Pol.1335a1; πάρεγγυς τινός following closely on... Id.GA773b9.
3 nearly alike, πάρεγγυς γενέσθαι Id.Metaph.1040b11; τὸ πάρεγγυς τῆς λέξεως Id.SE167a5; πάρεγγυς ταύτης (sc. τῆς πολιτείας) nearly resembling it, Id.Pol.1271b20, cf. Thphr. CP 6.17.9.

German (Pape)

[Seite 510] adv., nahe dabei, Arist. Pol. 7, 16, τινός, 2, 10.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάρ-εγγυς adv. nabij:. ταῖς ἡλικίαις... λίαν πάρεγγυς εἶναι in leeftijd zeer nabij staan Aristot. Pol. 1335a1. prep. met gen. vergelijkbaar met:. ἡ δὲ Κρητικὴ πολιτεία πάρεγγυς μέν ἐστι ταύτης de Kretenzische staatsinrichting staat daar dicht bij Aristot. Pol. 1271b20.

Russian (Dvoretsky)

πάρεγγῠς:
I adv.
1 близко, в непосредственной близости (ἐν τοῖς πάρεγγυς τόποις Arst.);
2 весьма сходно (γενέσθαι Arst.).
II в знач. praep. cum gen.
1 близ (τινος Arst.);
2 сходно с (τῆς πολιτείας Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πάρεγγῠς: Ἐπίρρ., παρὰ πολὺ πλησίον, ἐν τοῖς πάρεγγυς τόποις Ἀριστ. πάρεγγυς τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 1. 2) ἐπὶ χρόνου πλησίον, λίαν πάρεγγυς εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 16, 3· πάρεγγυς τινος, ἀμέσως μετά τινα ..., ὁ αὐτ. πάρεγγυς Ζ. Γεν. 4. 5, 3. 3) σχεδὸν ὁμοίως, πάρεγγυς γενέσθαι ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 16, 2· τὸ πάρεγγυς τῆς λέξεως ὁ αὐτ. πάρεγγυς Σοφιστ. Ἐλέγχ. 5, 2· πάρεγγυς τῆς ... πολιτείας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 2. 10, 1.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. τοπ. πολύ κοντά («ἐν τοῖς πάρεγγυς τόποις», Αριστοτ.)
2. χρον. σε πολύ μικρό διάστημα χρόνου («ἐὰν ἡ ἑτέρα ὀχεία τῆς ἑτέρας γένηται πάρεγγυς», Αριστοτ.)
3. (για ομοιότητα) περίπου, σχεδόν («ἡ δὲ Κρητική πολιτεία πάρεγγυς μέν ἐστι ταύτης», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐγγύς].