Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παλλαϊκός

From LSJ

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που γίνεται από όλο τον λαό, αυτός στον οποίο συμμετέχει όλος ο λαός («παλλαϊκή συγκέντρωση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + λαϊκός.