πανάλωτος
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
[ᾰλ], ον all-catching, ἄτη A.Ag.361 (anap.).
German (Pape)
[Seite 456] Alles fangend, bezwingend, ἄτη, Aesch. Ag. 360.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui soumet (propr. qui prend) tout.
Étymologie: πᾶν, ἁλωτός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανάλωτος -ον [πᾶς, ἁλωτός] alles vangend.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνάλωτος: (ᾰλ) охватывающий все, завладевающий или завладевший всем (ἄτη Aesch.).
Spanish
Greek Monolingual
πανάλωτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που συλλαμβάνει τους πάντες ή τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἁλωτός (< ἁλίσκομαι)].
Greek Monotonic
πᾰνάλωτος: [ᾰλ], -ον, αυτός που συλλαμβάνει τους πάντες, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάλωτος: [ᾰλ], ον, ὁ τοὺς πάντας συλλαμβάνων, ἄτη Αἰσχύλ. Ἀγ. 361.
Middle Liddell
πᾰν-ᾰ́λωτος, ον,
all-embracing, Aesch.
Léxico de magia
-ον subst. τὸ π. práctica que todo lo somete σελήνη ἐν παρθένῳ· πανάλωτον πεποιημένον Luna en Virgo: ha de realizarse una práctica que todo lo somete P VII 285 P III 276