παρασιώπηση

From LSJ

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79

Greek Monolingual

η / παρασιώπησις, -εως, ΝΑ παρασιωπώ
(ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο αποφεύγει κανείς σκόπιμα να αναφέρει κάτι, αποκρύπτοντας το, με τρόπο που να παρακινεί την προσοχή τών άλλων πάνω σ' αυτό
νεοελλ.
1. αποσιώπηση
2. γλωσσ. γλωσσικό φαινόμενο ταυτόσημο με την αφαίρεση, κατά το οποίο γίνεται έκπτωση του αρχικού φωνήεντος μιας λέξης, π.χ. πήγα αντί επήγα
3. φρ. «παρασιώπηση εγκλήματος»
(ποιν. δίκ.) η παράλειψη έγκαιρης αναγγελίας στην αρμόδια αρχή σχεδιαζόμενου ή ήδη πραγματοποιούμενου και όχι «τετελεσμένου» κακουργήματος, ως πλημμέλημα γνήσιας παραλείψεως στις περιπτώσεις στις οποίες την υποχρέωση αυτή επιβάλλει ο νόμος και η οποία τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών, ενώ εξαιρούνται της ποινής όσοι παραλείπουν να αναγγείλουν στην αρχή κακουργήματα που σχεδιάζονται ή εκτελούνται από οικείους τους
αρχ.
μτφ. α) αναβολή, ανακοπή
β) διακοπή, διάλειμμα, ανάπαυλα.