παρείσφρησις

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

Greek (Liddell-Scott)

παρείσφρησις: -εως, ἡ, τὸ λάθρα παρεισέρχεσθαι, Ρήτορες (Walz) 4. 486.

Greek Monolingual

η
η είσοδος ή συμμετοχή ή εισαγωγή κατά λάθος ή με δόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἴσφρησις «είσοδος, παρείσδυση»].