παρείσφρησις

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

Greek (Liddell-Scott)

παρείσφρησις: -εως, ἡ, τὸ λάθρα παρεισέρχεσθαι, Ρήτορες (Walz) 4. 486.

Greek Monolingual

η
η είσοδος ή συμμετοχή ή εισαγωγή κατά λάθος ή με δόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἴσφρησις «είσοδος, παρείσδυση»].