παρεισδέχομαι

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεισδέχομαι Medium diacritics: παρεισδέχομαι Low diacritics: παρεισδέχομαι Capitals: ΠΑΡΕΙΣΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: pareisdéchomai Transliteration B: pareisdechomai Transliteration C: pareisdechomai Beta Code: pareisde/xomai

English (LSJ)

take in beside or as well, S.Tr.537; τὸ ὑγρὸν ἅμα τῇ τροφῇ Arist.PA662a9.

German (Pape)

[Seite 512] (δέχομαι), dabei, noch dazu, an der Seite oder heimlich auf- oder annehmen; παρεισδέδεγμαι, Soph. Trach. 537; Arist. partt. anim. 3, 1.

French (Bailly abrégé)

admettre en outre ou par surcroît.
Étymologie: παρά, εἰσδέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

παρεισδέχομαι:
1 (дополнительно), принимать к себе (οὐ κόρην, ἀλλ᾽ ἐζευγμένην Soph.);
2 принимать в себя (ὑγρὸν ἅμα τῇ τροφῇ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

παρεισδέχομαι: ἀποθ., εἰσδέχομαι πλησίον ἢ προσέτι, ἢ δέχομαι κατὰ τύχην, τυχαίως, Σοφοκλ. Τρ. 537· ἀναγκαῖον ... παρεισδέχεσθαι τὸ ὑγρὸν ἅμα τῇ τροφῇ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1. 10.

Greek Monolingual

Α
δέχομαι επίσης, επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἰσδέχομαι «δέχομαι μέσα, επιτρέπω την είσοδο»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-εισδέχομαι erbij opnemen.