παρεισδέχομαι
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
take in beside or as well, S.Tr.537; τὸ ὑγρὸν ἅμα τῇ τροφῇ Arist.PA662a9.
German (Pape)
[Seite 512] (δέχομαι), dabei, noch dazu, an der Seite oder heimlich auf- oder annehmen; παρεισδέδεγμαι, Soph. Trach. 537; Arist. partt. anim. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
admettre en outre ou par surcroît.
Étymologie: παρά, εἰσδέχομαι.
Russian (Dvoretsky)
παρεισδέχομαι:
1 (дополнительно), принимать к себе (οὐ κόρην, ἀλλ᾽ ἐζευγμένην Soph.);
2 принимать в себя (ὑγρὸν ἅμα τῇ τροφῇ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
παρεισδέχομαι: ἀποθ., εἰσδέχομαι πλησίον ἢ προσέτι, ἢ δέχομαι κατὰ τύχην, τυχαίως, Σοφοκλ. Τρ. 537· ἀναγκαῖον ... παρεισδέχεσθαι τὸ ὑγρὸν ἅμα τῇ τροφῇ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1. 10.
Greek Monolingual
Α
δέχομαι επίσης, επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἰσδέχομαι «δέχομαι μέσα, επιτρέπω την είσοδο»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-εισδέχομαι erbij opnemen.