παρθενοκτόνος
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
English (LSJ)
παρθενοκτόνον, maiden-slaying, Lyc.22.
German (Pape)
[Seite 521] Jungfrauen tödtend, Lycophr. 22.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενοκτόνος: -ον, ὁ ἀποκτείνων παρθένους, Λυκόφρ. 22.
Greek Monolingual
-ον Α
αυτός που φονεύει παρθένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.