πατροκόμος
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
πατροκόμον, taking care of her father, Nonn. D. 26.103.
German (Pape)
[Seite 536] den Vater pflegend, Nonn. D. 26, 103.
Greek (Liddell-Scott)
πατροκόμος: -ον, ὁ φροντίζων περὶ τοῦ πατρός, Νόνν. Διον. 26. 103.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μεριμνά, που φροντίζει για τον πατέρα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. γηροκόμος].