πειρῶ
From LSJ
Τἀληθὲς ἀνθρώποισιν οὐχ εὑρίσκεται → Non invenitur veritas ab hominibus → Die Menschen finden das, was wahr ist, nicht heraus
Mantoulidis Etymological
(=δοκιμάζω, ἀποκτῶ ἐμπειρία). Ἀπό τό οὐσ. πεῖρα (=δοκιμή) πού παράγεται ἀπό τό περάω -ῶ.
Παράγωγα: πείραμα, πείρασις (=ἀπόπειρα γιά ἀποπλάνηση), πειρατέον, ἀποπειρα-τέον, ἀπείρατος, πειράζω, πειρασμός, πειραστής (=διάβολος), πειραστικός (=δοκιμαστικός), πειρατής, πειρατεύω, πειρατεία, πειρατικός, πειρατικῶς.