πεντηκονταετής

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκονταετής Medium diacritics: πεντηκονταετής Low diacritics: πεντηκονταετής Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΕΤΗΣ
Transliteration A: pentēkontaetḗs Transliteration B: pentēkontaetēs Transliteration C: pentikontaetis Beta Code: penthkontaeth/s

English (LSJ)

πεντηκονταετές, Att. πεντηκονταέτης, ες,
A fifty years old, Pl. Alc. 1.127e, D.H.4.29, etc.
II of or lasting fifty years, χρόνος D.S.4.58, etc.: fem., πεντηκονταέτιδες σπονδαί Th.5.32 codd. (leg. -ούτ-).

German (Pape)

[Seite 558] ές, funfzigjährig, Plat. Alc. I, 127 e.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντηκονταετής -ές of πεντηκονταέτης -έτες [πεντήκοντα, ἔτος] vijftigjarig.

Russian (Dvoretsky)

πεντηκονταετής: пятидесятилетний Plat.

Greek Monolingual

-ές / πεντηκονταετής, -ές και αττ. τ. πεντηκονταέτης, -ες, θηλ. και πεντηκονταέτις, -ιδος, ΝΑ
1. αυτός που έχει ηλικία πενήντα ετών, ο πενηντάρης
2. αυτός που διαρκεί πενήντα χρόνια ή αυτός που θεωρείται ότι θα διαρκέσει πενήντα χρόνιαπεντηκονταετής διαμάχη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + -ετής / -έτης (< ἔτος), πρβλ. πεντα-ετής / -έτης].

Greek Monotonic

πεντηκονταετής: -ές ή -έτης, -ες (ἔτος),
I. αυτός που έχει ηλικία πενήντα χρόνων, σε Πλάτ.
II. αυτός που αποτελείται ή διαρκεί πενήντα χρόνια· θηλ., πεντηκονταέτιδες σπονδαί, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκονταετής: -ές, ἢ -έτης, ες, ὁ ἔχων ἡλικίαν πεντήκοντα ἐτῶν, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 127Ε, Διον Ἁλ. 4. 29, κτλ. ΙΙ ὁ ἀποτελούμενος ἐκ 50 ἐτῶν ἢ διαρκῶν ἐπὶ τοσοῦτον χρόνον, Διόδ. 4. 58, κτλ.· θηλ. πεντηκονταέτιδες σπονδαὶ Θουκ. 5. 32· ἀλλ’ ἐν ταῖς σπονδαῖς 5. 27 πεντηκοντούτεις.

Middle Liddell

πεντηκοντα-ετής, ές ἔτος
I. fifty years old, Plat.
II. of or lasting fifty years; fem., πεντηκονταέτιδες σπονδαί Thuc.

English (Woodhouse)

fifty years old

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)