περιέρπω

From LSJ

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιέρπω Medium diacritics: περιέρπω Low diacritics: περιέρπω Capitals: ΠΕΡΙΕΡΠΩ
Transliteration A: periérpō Transliteration B: perierpō Transliteration C: perierpo Beta Code: perie/rpw

English (LSJ)

A walk about, IG42(1).121.7,34 (Epid.).
2 creep round, Gal.2.549.
II wind round, Ael.NA6.21: c.acc., Id.VH3.42, 13.1.

German (Pape)

[Seite 575] umkriechen, Ael. V. H. 13, 1.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. περιεῖρπον;
ramper autour, en gén. aller autour.
Étymologie: περιέρπω.

Greek (Liddell-Scott)

περιέρπω: ἀόρ. -είρπῠσα (ἴδε ἕρπω)· - ἕρπω ὁλόγυρα, Γαλην. τ. 2, σ. 549. 2. ΙΙ. ἐπὶ ἑρπυστικῶν φυτῶν, περιεῖρπον ἱστοὺς ἄμπελοι Αἰλ. π. Ζ. 6. 21· μετ’ αἰτ., ὁ αὐτ. ἐν Ποικ. Ἱστ. 3. 42· κιττοὶ δὲ αὐτὸ (τὸ σπήλαιον) περιεῖρπον αὐτόθι 13. 1.

Greek Monolingual

Α
1. περπατώ γύρω γύρω από κάποιον ή από κάτι
2. (για ερπετά) σέρνομαι με ελικοειδείς κινήσεις
3. (για αναρριχώμενα φυτά) κυκλώνω, σκεπάζω, περικαλύπτω.