περιβρέμω

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβρέμω Medium diacritics: περιβρέμω Low diacritics: περιβρέμω Capitals: ΠΕΡΙΒΡΕΜΩ
Transliteration A: peribrémō Transliteration B: peribremō Transliteration C: perivremo Beta Code: peribre/mw

English (LSJ)

roar or bellow round about, περὶ στυφελῇ β. ἀκτῇ A.R.2.323, cf. Orph.A.689:—Med., c. dat., D.P.132, Opp.C.2.67.

German (Pape)

[Seite 571] umrauschen, Ap. Rh. 2, 323; gew. im med., τινί, D. Per. 131. 475; Opp. Cyn. 2, 67.

Greek (Liddell-Scott)

περιβρέμω: βοΰζω ὁλόγυρα, Ὀρφ. Ἀργ. 687 (ἐν τμήσει), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 323· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μετὰ δοτ., Ὀππ. Κυν. 2. 67, Διον. Π. 131.

Greek Monolingual

Α
(ενεργ. και μέσ.) περιβρέμομαι
βροντώ ολόγυρα, βουίζω γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βρέμω «βροντώ»].