περιβρέμω
From LSJ
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
English (LSJ)
roar or bellow round about, περὶ στυφελῇ β. ἀκτῇ A.R.2.323, cf. Orph.A.689:—Med., c. dat., D.P.132, Opp.C.2.67.
German (Pape)
[Seite 571] umrauschen, Ap. Rh. 2, 323; gew. im med., τινί, D. Per. 131. 475; Opp. Cyn. 2, 67.
Greek (Liddell-Scott)
περιβρέμω: βοΰζω ὁλόγυρα, Ὀρφ. Ἀργ. 687 (ἐν τμήσει), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 323· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, μετὰ δοτ., Ὀππ. Κυν. 2. 67, Διον. Π. 131.
Greek Monolingual
Α
(ενεργ. και μέσ.) περιβρέμομαι
βροντώ ολόγυρα, βουίζω γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βρέμω «βροντώ»].